- πουλσόμετρο
- το, Ντεχνολ. συσκευή που λειτουργεί με την πίεση τών υδρατμών και χρησιμοποιείται κατά την άντληση ή την κατάθλιψη υγρών κάθε είδους.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθα αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pulsometer < pulso- (< λατ. pulsus, μτχ. παρακμ. τού pello «ωθώ, κρούω, πλήττω») + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.